φλυκταίνωση

φλυκταίνωση
η / φλυκταίνωσις, -ώσεως, ΝΑ [φλυκταινῶ]
σχηματισμός φλυκταινών
νεοελλ.
(ειδικά) ιατρ.
1. πάθηση που χαρακτηρίζεται από πολλαπλό φλυκταινώδες εξάνθημα
2. φρ. «γενικευμένη οξεία ευλογιοειδής φλυκταίνωση»
ιατρ. βαριά επιπλοκή τού βρεφικού εκζέματος οφειλόμενη σε επιμόλυνση από τον ιό τής δαμαλίτιδας ή από τον ιό τού έρπητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φλυκταίνωση — η (ιατρ.), ο σχηματισμός φλύκταινας (βλ. λ.), φουσκάλιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουσκάλιασμα — το, ατος το να σχηματίζονται φλύκταινες, η φλυκταίνωση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”